κακοηθιη

κακοηθιη
    κακοηθίη
    κᾰκοηθίη
    ἥ ион. = κακοήθεια См. κακοηθεια

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κακοηθιη" в других словарях:

  • κακοηθίη — κακοηθίη, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. κακοήθεια …   Dictionary of Greek

  • κακοηθίη — κακοηθία fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοήθεια — η (Α κακοήθεια, ιων. τ. κακοηθίη) [κακοήθης] 1. η ιδιότητα τού κακοήθους, τού μοχθηρού, η φαυλότητα, η αισχρότητα («μεστοὺς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου, κακοηθείας» ΚΔ) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) το δυσίατο ή ανίατο («κακοήθεια τῆς νόσου»,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»